- τριηρετικός
τριηρετικός, zum Dreiruderer gehörig, ihn betreffend, auch φάσηλος, wie ein Dreiruderer, Appian. B. C. 5, 95, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηρετικός, zum Dreiruderer gehörig, ihn betreffend, auch φάσηλος, wie ein Dreiruderer, Appian. B. C. 5, 95, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηρετικός — ή, όν, Α (εσφ. γρφ.) βλ. τριηριτικός … Dictionary of Greek
τριηριτικός — και, εσφ. γρφ., τριηρετικός, ή, όν, Α [τριήρης] αυτός που ανήκει σε τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τριηριτικὰ σκεύη», Αππ.) … Dictionary of Greek