- τριηριτεύω
τριηριτεύω, ein τριηρίτης sein, Poll. 1, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηριτεύω, ein τριηρίτης sein, Poll. 1, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηριτεύω — και, εσφ. γρφ., τριηρετεύω Α [τριηρίτης] είμαι τριηρίτης* … Dictionary of Greek
τριηριτεύειν — τριηριτεύω row in a trireme pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρετεύω — Α (εσφ. γρφ.) βλ. τριηριτεύω … Dictionary of Greek