- τριηρ-αρχικός
τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt, z. B. νόμος, Dem. 18, 312.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt, z. B. νόμος, Dem. 18, 312.
http://www.zeno.org/Pape-1880.