- τρι-οπίς
τρι-οπίς, ἡ, 1) fem. von τριόπης, dreiäugig, von einem Geschmeide mit drei Bommeln, Poll. 5, 98. – 2) = τριοττίς, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-οπίς, ἡ, 1) fem. von τριόπης, dreiäugig, von einem Geschmeide mit drei Bommeln, Poll. 5, 98. – 2) = τριοττίς, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek