- τρι-μέρεια
τρι-μέρεια, ἡ, Dreitheiligkeit, Eintheilung in drei Theile, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-μέρεια, ἡ, Dreitheiligkeit, Eintheilung in drei Theile, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρεια — μέρεια, ἡ (Α) 1. μερίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατ απόσπαση από συνθ. σε μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)] … Dictionary of Greek