- τρι-μάκαιρα
τρι-μάκαιρα, ἡ, fem. vom Folgdn, Paul. Sil. 72 (IX, 396), u. öfter in der Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-μάκαιρα, ἡ, fem. vom Folgdn, Paul. Sil. 72 (IX, 396), u. öfter in der Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριμάκαιρα — ἡ, Α (ποιητ. θηλ. τού αρσ. τριμάκαρ) η τρεις φορές μακάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάκαιρα, θηλ. τού μάκαρ «ευτυχής»] … Dictionary of Greek