- τριγλίζω
τριγλίζω, kichern, lachen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλίζω, kichern, lachen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλίζω — Α γελώ («τριγλίζειν κατά μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη (πρβλ. κίχλη: κιχλίζω)] … Dictionary of Greek
τριγλίζειν — τριγλίζω giggle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)