- τριγλίς
τριγλίς, ἡ, dim. von τρίγλα, Suid.; vgl. Ath. VII, 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλίς, ἡ, dim. von τρίγλα, Suid.; vgl. Ath. VII, 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τού τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] … Dictionary of Greek
τριγλίδας — τριγλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίδες — τριγλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίδος — τριγλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίδων — τριγλίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)