τρι-κύλιστος

τρι-κύλιστος

τρι-κύλιστος, = Vorigem, Epicur. bei D. L. 10, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκύλιστος — εὐκύλιστος, ον (ΑΜ) αυτός που κυλίεται εύκολα. επίρρ... εὐκυλίστως (Α) με ευκύλιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυλιστος (< κυλίνδω), πρβλ. α κύλιστος, τρι κύλιστος] …   Dictionary of Greek

  • τρικύλιστος — ον, Α 1. τρικυλίνδητος* 2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”