- τρι-κύαθος
τρι-κύαθος, drei κύαϑοι haltend, κελέβη Anacr. bei Ath. XI, 475 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-κύαθος, drei κύαϑοι haltend, κελέβη Anacr. bei Ath. XI, 475 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικύαθος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα τριών κυάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κύαθος «αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών» (πρβλ. ἡμι κύαθος)] … Dictionary of Greek