τρι-κότυλος

τρι-κότυλος

τρι-κότυλος, drei Kotylen haltend, Ar. Thesm. 748.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρικότυλος — ον, θηλ. και ύλη, Α 1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι κότυλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”