- τρι-κόρωνος
τρι-κόρωνος, drei Krähen alt, so alt wie drei Krähen, d. i. sehr alt; γραῦς Agath. 7 (V, 289); Lucill. 32 (XI, 69); vgl. Alciphr. 1, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-κόρωνος, drei Krähen alt, so alt wie drei Krähen, d. i. sehr alt; γραῦς Agath. 7 (V, 289); Lucill. 32 (XI, 69); vgl. Alciphr. 1, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρακόρωνος — ον, ΜΑ αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι κόρωνος] … Dictionary of Greek
πεντακόρωνος — ον, Α αυτός που ζει πέντε φορές περισσότερο από την κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κορώνη (πρβλ. τρι κόρωνος)] … Dictionary of Greek
τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] … Dictionary of Greek