- τρι-όδους
τρι-όδους, ὁ, ἡ, 1) mit drei Zähnen, Zacken, LXX. – 2) ὁ τριόδους als subst., der Dreizack; Pind. Ol. 9, 30 I. 7, 35; Ep. ad. 95 (XI, 126); zum Fischen gebraucht, Plat. Soph. 220 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-όδους, ὁ, ἡ, 1) mit drei Zähnen, Zacken, LXX. – 2) ὁ τριόδους als subst., der Dreizack; Pind. Ol. 9, 30 I. 7, 35; Ep. ad. 95 (XI, 126); zum Fischen gebraucht, Plat. Soph. 220 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριόδους — ο / τριόδους, οντος, ὁ και ἡ, ΝΑ, και τ. τριώδους, ο, Α νεοελλ. κολεόπτερο έντομο αρχ. 1. αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες («κρεάγρα τριόδους», ΠΔ) 2. (το αρσ.) ο τριόδους α) η τρίαινα β) το καμάκι* γ) χειρουργικό εργαλείο δ) το… … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
triodontoid — I. |trīə|dän.ˌtȯid adjective Etymology: New Latin Triodont , Triodon + English oid : resembling or related to the genus Triodon or the family Triodontidae II. noun ( s) : a triodontoid fish * * * triodontoid, a. (n … Useful english dictionary
tritylodontoid — tritylodontoid, a. and n. Palæont. (ˌtraɪtɪləʊˈdɒntɔɪd) [f. mod.L. Tritylodōn, ont (f. Gr. τρι tri + τύλος knob + ὀδούς, ὀδοντ tooth) + oid.] a. adj. Resembling the genus Tritylodon, or belonging to the family Tritylodontidæ, of extinct monotreme … Useful english dictionary