- τρι-όφθαλμος
τρι-όφθαλμος, dreiäugig, Plut. de curios. 10. – Bei Plin. Name eines Edelsteins.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-όφθαλμος, dreiäugig, Plut. de curios. 10. – Bei Plin. Name eines Edelsteins.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρόφθαλμος — ον. Μ αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὀφθαλμός (πρβλ. τρι όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
τριόφθαλμος — ον Α 1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριόφθαλμος ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek