- τρι-φανής
τρι-φανής, ές, dreifach erscheinend, Dion. Areop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-φανής, ές, dreifach erscheinend, Dion. Areop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο … Dictionary of Greek