- τρι-τάλᾱς
τρι-τάλᾱς, -τάλαινα, -τάλαν, das verstärkte τάλας, sehr unglücklich, fem., Eur. Hipp. 739, wie Thall. 5 (VII, 373).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-τάλᾱς, -τάλαινα, -τάλαν, das verstärkte τάλας, sehr unglücklich, fem., Eur. Hipp. 739, wie Thall. 5 (VII, 373).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτάλας — αινα, αν, ΜΑ τρεις φορές τάλας*, πολύ δυστυχισμένος («τριτάλαιναι κόραι Φαέθοντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + τάλας «δυστυχής»] … Dictionary of Greek