- τρι-τάλαντος
τρι-τάλαντος, von drei Talenten, drei Talente werth, schwer; βάρος, Ar. Lys. 338; οἶκος, Isae. 3, 8; vgl. Lob. Phryn. 547.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-τάλαντος, von drei Talenten, drei Talente werth, schwer; βάρος, Ar. Lys. 338; οἶκος, Isae. 3, 8; vgl. Lob. Phryn. 547.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντεκαιδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει αξία δεκαπέντε ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + τάλαντον (πρβλ. τρι τάλαντος)] … Dictionary of Greek
τριτάλαντος — ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος τριών ταλάντων, που ζυγίζει τρία τάλαντα 2. αυτός που αξίζει τρία τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριτάλαντον χρηματικό ποσό τριών ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek