τριτεύω

τριτεύω

τριτεύω, 1) der dritte sein. – 2) Etwas zum dritten Male sein, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριτεύω — ΝΑ [τριτεύς] νεοελλ. 1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις») 2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» θέμα μικρής σημασίας αρχ. αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά …   Dictionary of Greek

  • τρίτευμα — τὸ, Α [τριτεύω] τριάδα θεών, τρεις θεοί …   Dictionary of Greek

  • τριτεία — (I) ἡ, Α [τριτεύω] το αξίωμα τού τριευτοῡ*. (II) τα / τριτεῑα, ΝΑ η τρίτη κατά την τάξη θέση νεοελλ. το τρίτο βραβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εῖον, κατά τα πρωτεῖα, δευτερεῖα] …   Dictionary of Greek

  • τριτευτής — ὁ, Α [τριτεύω] αυτός που αναλαμβάνει ένα αξίωμα για τρίτη φορά …   Dictionary of Greek

  • ἀποτριτευθῇ — ἀπό τριτεύω hold the office of aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”