- τριτεύς
τριτεύς, ὁ, der dritte Theil eines μέδιμνος, Poll. 4, 168.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτεύς, ὁ, der dritte Theil eines μέδιμνος, Poll. 4, 168.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτεύς — third part of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτεύς — έως, ὁ, Α το ένα τρίτο τού μεδίμνου, δέκα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
τριτῆες — τριτεύς third part of a masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτέων — τρίτος third masc/fem gen pl (epic ionic) τριτάω when three days old pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) τριτεύς third part of a masc gen pl τριτέω̆ν , τριτεύς third part of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek
τριτεύω — ΝΑ [τριτεύς] νεοελλ. 1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις») 2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» θέμα μικρής σημασίας αρχ. αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά … Dictionary of Greek
τριτέα — τριτέᾱ , τριτεύς third part of a masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτέας — τριτέᾱς , τριτεύς third part of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)