- τρι-σκελής
τρι-σκελής, ές, dreischenkelig, dreifüßig; τράπεζαι Cratin. bei Ath. II, 49; Theocr. ep. 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-σκελής, ές, dreischenkelig, dreifüßig; τράπεζαι Cratin. bei Ath. II, 49; Theocr. ep. 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισκελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία στηρίγματα, τρία πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», Κρατίν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει τρεις κλάδους ή τρία σημεία («τρισκελής ερώτηση») αρχ. μτφ. (για ξόανο) αυτός που έχει πριαπική διάταση τού φαλλού.… … Dictionary of Greek