τρισμός

τρισμός

τρισμός, , das Schwirren, Schrillen, Zirpen, Knirschen, Arist., Plut. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρισμός — τριγμός shrill cry masc nom sg τρισμός shrill cry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμός — ο, ΝΜΑ [τρίζω] ο τριγμός νεοελλ. τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων …   Dictionary of Greek

  • τρισμός — ο βλ. τριγμός, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • trismo — (Del gr. trismos, chillido.) ► sustantivo masculino MEDICINA Contracción de los músculos de la mandíbula inferior que impide abrir la boca. * * * trismo (del gr. «trismós») m. Med. *Contracción tetánica de los *músculos maseteros que imposibilita …   Enciclopedia Universal

  • MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τριγμός — και τρισμός, ο, ΝΜΑ [τρίζω] ήχος που δημιουργείται από προστριβή δύο σκληρών πραγμάτων, τρίξιμο (α. «τριγμός οδόντων» β. «τριγμοὶ πριόνων», Πλουτ.) αρχ. (για μερικά ζώα, όπως λ.χ. για την πέρδικα, για διάφορα ψάρια, για τα ποντίκια κ.ά.) οξεία… …   Dictionary of Greek

  • τρισμώδης — ες,Ν [τρισμός] 1. αυτός που συνοδεύεται με τρισμό 2. φρ. «τρισμώδης λαρυγγίτιδα» παιδική λαρυγγίτιδα που προκαλεί δύσπνοια, συριγμό στο στήθος και τραχύ βήχα …   Dictionary of Greek

  • τριγμός — τριγμός, ο και τρισμός, ο τρίξιμο, ήχος από προστριβή δύο σκληρών σωμάτων: Τριγμός των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισμοί — τριγμός shrill cry masc nom/voc pl τρισμός shrill cry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”