- τρισσαχῇ
τρισσαχῇ, adv., an drei Stellen, Arist. meteor. 1, 13 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισσαχῇ, adv., an drei Stellen, Arist. meteor. 1, 13 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισσαχή — Α επίρρ. σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επίρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. πεντ αχ ῇ)] … Dictionary of Greek