τρισσόθεν, von drei Seiten, Paul. Sil. 64 (IX, 651).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισσόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισσόθεν — Α επίρρ. από τρία μέρη, από τρία διαφορετικά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε*] … Dictionary of Greek