- προς-ήλυτος
προς-ήλυτος, hinzugekommen, daher Ankömmling, Fremdling, Schol. Ap. Rh. 1, 334; in der Sprache des N. T. ein vom Heidenthum zum Judenthum Bekehrter; daher unser Proselyt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ήλυτος, hinzugekommen, daher Ankömmling, Fremdling, Schol. Ap. Rh. 1, 334; in der Sprache des N. T. ein vom Heidenthum zum Judenthum Bekehrter; daher unser Proselyt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek