προς-ήλυσις

προς-ήλυσις

προς-ήλυσις, ἡ, = προςέλευσις, Zugang, Ankunft, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατήλυσις — κατήλυσις, ύσεως, ἡ (Α) 1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση 2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήλυσις (< θ. ελυθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”