τρύγις, ἡ, = ὄλυρα, Hippocr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρύγις — εως, ἡ, Α είδος μονόκοκκου σίτου, η τίφη* … Dictionary of Greek
φαορκίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρυγίς» … Dictionary of Greek