τρύγω

τρύγω

τρύγω, trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυγώ — και τρυγάω τρύγησα, τρυγήθηκα, τρυγημένος, μτβ. και αμτβ. 1. συγκομίζω, μαζεύω καρπούς (κυρίως σταφύλια ή μέλι από κυψέλες): Τρυγάει τ αμπέλι. 2. μτφ., εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου και χρηματίζομαι σε βάρος του, τον αρμέγω: Τους τρυγάει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυγώ — (I) άω, ΝΑ βλ. τρυγώ. (II) έω, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω 2. μτγν. τ. τού τρυγῶ (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ]. (III) όω, Α τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. τρυγῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε ῶ / όω]. τρυγῶ, άω, ΝΜΑ 1. συγκομίζω ώριμους καρπούς και …   Dictionary of Greek

  • τρύγω — ΜΑ 1. ξηραίνω 2. (αμτβ.) γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι («ἔτρυγεν ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ] …   Dictionary of Greek

  • τρυγώ — τρυγάω / τρυγώ (παρατατ. συνήθως ούσα), τρύγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρυγῶ — τρυγάω gather in pres imperat mp 2nd sg τρυγάω gather in pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τρυγάω gather in pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τρυγάω gather in pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) τρυγάω gather in pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγῷ — τρυγάω gather in pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύγω — τρύγος Cat. Cod.Astr. masc nom/voc/acc dual τρύγος Cat. Cod.Astr. masc gen sg (doric aeolic) τρυγόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τρυγόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρυγώ — άω, Α (ποιητ. τ.) 1. τρυγώ, πριν από την ώρα, τρυγώ σταφύλια άγουρα, που δεν ωρίμασαν ακόμη 2. τρυγώ κρυφά ξένα σταφύλια, κλέβω σταφύλια, ομφακίζομαι* 3. μτφ. επιδίδομαι σε ανολοκλήρωτο έρωτα, ενεργώ μη ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κατατρυγώ — κατατρυγῶ άω (Μ) (επιτ. τ. τού τρυγώ) τρυγώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρυγῶ «συλλέγω τους ώριμους καρπούς»] …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • επιτρυγώ — ἐπιτρυγῶ, άω (Α) [τρυγώ] τρυγώ ξανά, για δεύτερη φορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”