- τρωματίζω
τρωματίζω, ion. statt τραυματίζω, verwunden, oft bei Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωματίζω, ion. statt τραυματίζω, verwunden, oft bei Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωματίζω — Α ιων. τ. βλ. τραυματίζω … Dictionary of Greek
κατατρωματίζω — (Α) ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρωματίζω, ιων. τ. τού τραυματίζω] … Dictionary of Greek
τραυματίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [τραῡμα, τραύματος] χτυπώ κάποιον ώστε να τού προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω νεοελλ. μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα τού… … Dictionary of Greek