- τρωματίτης
τρωματίτης, ὁ, ion. statt τραυματίας, der Verwundete, Her. 3, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωματίτης, ὁ, ion. statt τραυματίας, der Verwundete, Her. 3, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωματίτης — ὁ, Α ιων. τ. τραυματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῶμα, ώματος, ιων. τ. τού τραῦμα + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek