τρωγάλια

τρωγάλια

τρωγάλια, τά, Früchte und andere Speisen, die man bes. beim Nachtische roh ißt, Knupperwerk, Nüsse, Mandeln u. dgl., Ar. Pax 756 Plut. 798 u. Folgde; bei Pind. frg. 94 (Ath. XIV, 641 e) auch im sing., τρωγάλιον γλυκύ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρωγάλια — fruits eaten at dessert neut nom/voc/acc pl τρωκτός to be gnawed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • τρωγαλίων — τρωγάλια fruits eaten at dessert neut gen pl τρωκτός to be gnawed fem gen pl τρωκτός to be gnawed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγαλίζω — Ν [τρωγάλια] τρώγω κάτι και ιδίως τρωγάλια, κάνοντας θόρυβο με τα δόντια μου, ροκανίζω …   Dictionary of Greek

  • νώγαλα — νώγαλα, τὰ (Α) ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε …   Dictionary of Greek

  • τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] …   Dictionary of Greek

  • τρωκτός — ή, όν, Α [τρώγω] 1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός 2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά τα τρωγάλια …   Dictionary of Greek

  • τρώγανα — τὰ, Α τα τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. ανο ν (πρβλ. πόπ ανο ν)] …   Dictionary of Greek

  • τρώγμα — τὸ, Α [τρώγω] συν. στον πληθ. τὰ τρώγματα τα τρωγάλια …   Dictionary of Greek

  • τρώξιμος — ον, ΜΑ [τρῶξις] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα τα τρωγάλια αρχ. τρωκτός* …   Dictionary of Greek

  • ter-3, terǝ- and teri-, trī- —     ter 3, terǝ and teri , trī     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren”     Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”