τρωγλῖτις

τρωγλῖτις

τρωγλῖτις, , eine Art Myrrhe, auch τρωγλοδῦτις, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρωγλῖτις — myrrh fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγλίτις — (II) ίτιδος, η, ΜΑ το φυτό σμύρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις* και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • τρωγλῖτιν — τρωγλῖτις myrrh fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγλοδύτις — ιδος, ἡ, Α τρωγλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης* + κατάλ. ις, ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • TROGLODYTAE — populi Aethiop. sub Aegypto in ora occidentali sinus Arabici et Barbarici, quorum regio Sirfia nominatur, teste Castaldô. Hi in specubus habitantes (7nde nomen) paupertatem colebant, serpentibus vescentes, teste Melâ, l. 1. c. 4. Hîc esse lacum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρωγλοδυτικός — ή, ό /τρωγλοδυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών αρχ. 1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ …   Dictionary of Greek

  • τρωγοδύτις — ιδος, ἡ, Α τρωγλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρωγλο δύτις* (πρβλ. Τρωγοδύται)] …   Dictionary of Greek

  • τρωγλίτιδος — τρωγλί̱τιδος , τρωγλῖτις myrrh fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”