- τρυλλίζω
τρυλλίζω, auch τρυλίζω, = ϑρυλλίζω, Hippocr., zw.; bes. von der Stimme der Wachteln, Poll. 5, 89. Vgl. auch τρύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυλλίζω, auch τρυλίζω, = ϑρυλλίζω, Hippocr., zw.; bes. von der Stimme der Wachteln, Poll. 5, 89. Vgl. auch τρύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελεάζω — (ΑM) [μέλος] μσν. (για το αηδόνι) κελαηδώ, τρυλλίζω αρχ. παίζω τη φωνή μου κατά την ομιλία ή την ανάγνωση, τραγουδώ, μελωδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελε (τού μέλος) + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek