- τρυμαλῖτις
τρυμαλῖτις, ἡ, Hesych., Beiwort der Aphrodite.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυμαλῖτις, ἡ, Hesych., Beiwort der Aphrodite.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυμαλῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμαλίτις — ίτιδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ ῖτις)] … Dictionary of Greek