τρυγητήρ

τρυγητήρ

τρυγητήρ, ῆρος, ὁ, der erntet, Wein lieset, der Winzer, Hes. Sc. 293, wo auffallend υ lang ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυγητήρ — one who gathers ripe fruit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγητῆρας — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρων — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”