- τρυγητικός
τρυγητικός, zur Ernte, Weinlese gehörig, geschickt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγητικός, zur Ernte, Weinlese gehörig, geschickt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγητικός — ή, ό / τρυγητικός, ή, όν, ΝΑ [τρυγητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα») μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικά η αμοιβή τών τρυγητών … Dictionary of Greek
τρυγητικῶν — τρυγητικός of fem gen pl τρυγητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητικόν — τρυγητικός of masc acc sg τρυγητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητικήν — τρυγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)