τρυφερό-χρως

τρυφερό-χρως

τρυφερό-χρως, ων, und τρυφεροχρώς, ῶτος, od. τρυφερόχρωτος, mit zarter, weicher Haut, Farbe, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειόχρως — λειόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτό χρως, τρυφερό χρως] …   Dictionary of Greek

  • τακερόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρυφερό, απαλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακερός + χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. ξανθό χρως] …   Dictionary of Greek

  • τερενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τερενόχρους, ουν και οος, οον, Α αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, ενος «τρυφερός, μαλακός» + χρως / χροος / χρους (< χρώς, χρωτός / χροός «επιδερμίδα»), πρβλ. ἁπαλό χρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”