- τρυφερότης
τρυφερότης, ητος, ἡ, Weichlichkeit, Ueppigkeit, auch weichliche, schwächliche Leibesbeschaffenheit, Ath. XII, 544 f u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυφερότης, ητος, ἡ, Weichlichkeit, Ueppigkeit, auch weichliche, schwächliche Leibesbeschaffenheit, Ath. XII, 544 f u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυφερότης — luxury fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερότητα — τρυφερότης luxury fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερότητι — τρυφερότης luxury fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερότητος — τρυφερότης luxury fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
юность — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. ἡ νεότης) новость, юность, молодость,… … Словарь церковнославянского языка
τρυφερότητα — η / τρυφερότης, ητος, ΝΜΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα 2. μτφ. α) στοργή β) ευσπλαγχνία γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος 3. στον πληθ. οι τρυφερότητες μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα αρχ.… … Dictionary of Greek
ՓԱՓԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0939 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c գ. τρυφή, εὑτρύφημα deliciaw, voluptas, oblectatio, luxus. Փափկանալն. գրգանք. զուարճութիւն. վայելք. դիւրութիւն. հեշտութիւն. իրք փափուկք. ... (եբր. ատէն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)