σεσυριγγωμένα — συριγγόω make into a pipe perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσυριγγωμένᾱ , συριγγόω make into a pipe perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσυριγγωμένᾱ , συριγγόω make into a pipe perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγοῖ — συριγγόω make into a pipe pres ind mp 2nd sg συριγγόω make into a pipe pres opt act 3rd sg συριγγόω make into a pipe pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσυριγγωμένον — συριγγόω make into a pipe perf part mp masc acc sg συριγγόω make into a pipe perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσυρίγγωκε — συριγγόω make into a pipe perf imperat act 2nd sg συριγγόω make into a pipe perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγούμενον — συριγγόω make into a pipe pres part mp masc acc sg συριγγόω make into a pipe pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσυριγγωκυῖα — συριγγόω make into a pipe perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσυριγγωμένοις — συριγγόω make into a pipe perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσυριγγωμένος — συριγγόω make into a pipe perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγουμένην — συριγγόω make into a pipe pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγουμένης — συριγγόω make into a pipe pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγουμένους — συριγγόω make into a pipe pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)