- σῡριγκτής
σῡριγκτής, ὁ, = συρικτής, Tzetz. exeg. Il. p. 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡριγκτής, ὁ, = συρικτής, Tzetz. exeg. Il. p. 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συριγκτής — ὁ, Μ βλ. συρικτής … Dictionary of Greek
συρικτής — ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής 2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην» … Dictionary of Greek