- σῡρικτής
σῡρικτής, ὁ, dor. statt συριστής; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡρικτής, ὁ, dor. statt συριστής; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρικτής — σῡρικτής , συρικτής masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρικτής — ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής 2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην» … Dictionary of Greek
συρικτά — σῡρικτά̱ , συρικτής masc nom/voc/acc dual (doric) σῡρικτά , συρικτής masc voc sg (doric) σῡρικτά , συρικτής masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρικτάν — σῡρικτά̱ν , συρικτής masc acc sg (epic doric aeolic) σῡρικτάν , συρικτής masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρικτάς — σῡρικτά̱ς , συρικτής masc acc pl (doric) σῡρικτά̱ς , συρικτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγκτής — ὁ, Μ βλ. συρικτής … Dictionary of Greek
συριστής — ὁ, Α βλ. συρικτής … Dictionary of Greek
συρικτᾶν — σῡρικτᾶν , συρικτής masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρικτῇ — σῡρικτῇ , συρικτής masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρικτήν — σῡρικτήν , συρικτής masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)