σῡρικτήρ

σῡρικτήρ

σῡρικτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Leon. Tar. 1 (V, 206).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συρικτήρ — ὁ, Α συριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (< σῦριγξ, σύριγγος) + επίθημα τήρ (πρβλ. σφιγκ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”