- σῑτο-δόκη
σῑτο-δόκη, ἡ, Getreidebehälter, Poll. 6, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτο-δόκη, ἡ, Getreidebehälter, Poll. 6, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιτροδόκη — λιτροδόκη, ἡ (Α) κιβώτιο όπου φυλάσσονταν λίτρες («λίτρα, τὴν νομισματοδόκην καλοῡσι τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη σιτο δόκη] … Dictionary of Greek