- σῑτο-δόχος
σῑτο-δόχος, = σιτοδόκος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτο-δόχος, = σιτοδόκος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηματοδόχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που χρησιμεύει για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. σιτο δόχος] … Dictionary of Greek