- σῑτισμός
σῑτισμός, ὁ, das Beköstigen, Speisen, Füttern, Schol. Nic. Al. 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτισμός, ὁ, das Beköstigen, Speisen, Füttern, Schol. Nic. Al. 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιτισμός — feeding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτισμός — ὁ, Α [σιτίζω] η πάχυνση πτηνών και άλλων ζώων με άφθονη τροφή … Dictionary of Greek
σιτισμῷ — σιτισμός feeding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτισμόν — σιτισμός feeding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Parasitism — This article is about relationship between organisms. For other uses, see Parasite (disambiguation). Brood parasitism is a form of parasitism Parasitism is a type of symbiotic relationship between organisms of different species where one organism … Wikipedia
σίτισμα — τὸ, Α [σιτίζω] ο σιτισμός* … Dictionary of Greek
επισιτισμός — ο 1. οεφοδιασμός με τρόφιμα, παροχή ή προμήθεια τροφίμων, τροφοδότηση. 2. η παρακαταθήκη τροφίμων, ο σιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίτιση — σίτιση, η και σιτισμός, ο παροχή τροφής, τροφοδοσία: Είναι υπεύθυνος για τη σίτιση του λόχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)