σῑτιστής

σῑτιστής

σῑτιστής, ὁ, = σιτευτής, Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* …   Dictionary of Greek

  • σιτιστής — ο 1. προμηθευτής τροφίμων. 2. λοχίας που ασχολείται με τη μισθοδοσία και διατροφή των στρατιωτών του λόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτιστῶν — σιτιστής fartor masc gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός fem gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιστά — σιτιστά̱ , σιτιστής fartor masc nom/voc/acc dual σιτιστής fartor masc voc sg σιτιστής fartor masc nom sg (epic) σῑτιστά , σιτιστός neut nom/voc/acc pl σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc/acc dual σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιστάς — σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc acc pl σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτιστά̱ς , σιτιστός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”