- σήσαμος
σήσαμος, ἡ, = σήσαμον, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήσαμος, ἡ, = σήσαμον, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σήσαμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήσαμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήσαμος — ὁ, Μ το φυτό σήσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. τού σήσαμον] … Dictionary of Greek
Σησάμοις — Σήσαμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σησάμοισι — Σήσαμος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σησάμοισιν — Σήσαμος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σησάμου — Σήσαμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σησάμων — Σήσαμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σησάμῳ — Σήσαμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήσαμοι — Σήσαμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήσαμοι — σήσαμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)