- προς-άγνῡμι
προς-άγνῡμι (s. ἄγνυμι), daran brechen, Qu. Sm. 8, 166 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-άγνῡμι (s. ἄγνυμι), daran brechen, Qu. Sm. 8, 166 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
προσεισάξομεν — προσεισά̱ξομεν , πρός , εἰσ ἄγνυμι break aor subj act 1st pl (epic) προσεισά̱ξομεν , πρός , εἰσ ἄγνυμι break fut ind act 1st pl πρόσ εἰσάγω lead in aor subj act 1st pl (epic) προσεισά̱ξομεν , πρόσ εἰσάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
μέσακτος — (I) μέσακτος και μεσάκτιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση τής θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀκτή]. (II) μέσακτος, ον (Α) ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα… … Dictionary of Greek