σμῦρος

σμῦρος

σμῦρος, , eine Art σμύραινα, Arist. H. A. 5, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμῦρος — eel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύρος — ὁ, Α βλ. μύρος …   Dictionary of Greek

  • μύρος — (I) το (Μ μῡρος) το αρωματικό λάδι με το οποίο ο ιερέας χρίει τον βαπτιζόμενο μσν. μύρο το οποίο αναβλύζει από τα σώματα τών αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύρο(ν) κατά τα ουδ. σε ος, πρβλ. (το) πρέπος (το) πρέπον, (το) κάστρος (το)… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • σμύρου — σμύ̱ρου , σμῦρος eel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”