Σαῦρος — horse mackerel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαῦρος — horse mackerel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαύρος — ο / σαῡρος, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων τής οικογένειας μυκτοφίδες τής τάξης μυκτοφιοειδείς αρχ. 1. σαύρα 2. το ψάρι σαυρίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. τού σαύρα*] … Dictionary of Greek
Σαῦροι — Σαῦρος horse mackerel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαῦροι — σαῦρος horse mackerel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαῦρον — Σαῦρος horse mackerel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαῦρον — σαῦρος horse mackerel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαύροιο — Σαῦρος horse mackerel masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαύροις — Σαῦρος horse mackerel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαύροισιν — Σαῦρος horse mackerel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαύρου — Σαῦρος horse mackerel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)