- σμῖλος
σμῖλος, ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμῖλος, ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμῖλος — yew fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] … Dictionary of Greek
σμῖλον — σμῖλος yew fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίλου — σμί̱λου , σμῖλος yew fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)